Κι έγινε η
θάλασσα
Γέμισε η θάλασσα σταυρούς.
Χέρια υψωμένα ζητούν τον ουρανό
παλάμες παιδικές σκάβουν το νερό
-εδώ Θεός, εκεί Θεός, που ’ναι ο Θεός-διψούν για ουρανό.
Λεπίδες το φως χαράζει
τις τυραννισμένες φλέβες
στο ηλιοβασίλεμα
και βυθίζονται
βυθίζονται
αργά σπαραχτικά
βουλιάζουν
με τα μάτια ορθάνοιχτα
ανοιχτά και άδεια
γιατί κάπου τα ξέχασαν εκεί
στους γκρεμισμένους τοίχους του σπιτιού
στα ακρωτηριασμένα χέρια του πατέρα
στης μάνας το γέλιο το στερνό.
Κι έγινε η θάλασσα κόκκινη
Κι έγινε η θάλασσα μαύρη
η θάλασσα που με γέννησε
θλιβερό νεκροταφείο
νεογέννητων ελπίδων.